- παρασύμβαμα
- το, ΜΑ(στην ορολογία τών Στωικών) δευτερεύον συμβάν, δευτερεύον περιστατικό μετά το πρώτο, το κύριο σύμβαμααρχ.γραμμ. απρόσωπο ρήμα συντασσόμενο με αιτιατική.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σύμβαμα (< συμβαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.